συντάχτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συντάχτρια < συντάχ(της) + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συντάχτρια θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε συντάκτης
συντάχτρια
→ δείτε τη λέξη συντάκτρια |