συντέμνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συντέμνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συντέμνω < συν- + τέμνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sinˈde.mno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ντέ‐μνω
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συν‐τέ‐μνω
Ρήμα[επεξεργασία]
συντέμνω, πρτ.: συνέτεμνα, αόρ.: συνέτμησα, παθ.φωνή: συντέμνομαι, π.αόρ.: συντμήθηκα, μτχ.π.π.: συντετμημένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις συν και τέμνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συντέμνω
→ δείτε τη λέξη περικόπτω |
Πηγές[επεξεργασία]
- συντέμνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συντέμνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
συντέμνω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- συντέμνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συντέμνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)