συντηρητικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συντηρητικότητα < συντηρητικός + -ότης/-ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συντηρητικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του συντηρητικού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συντηρητικότητα
|