συντονίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συντονίστρια < συντονιστής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συντονίστρια θηλυκό
- θηλυκό του συντονιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συντονίστρια