συστεγάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συστεγάζομαι < αρχαία ελληνική συστεγάζομαι, παθητική φωνή του ρήματος συστεγάζω < στεγάζω < στέγη
Ρήμα
[επεξεργασία]συστεγάζομαι
- (κυριολεκτικά) βρίσκομαι κάτω από την ίδια στέγη με άλλους, στο ίδιο κτήριο
- (μεταφορικά) πρόσκειμαι σε ομάδα, κόμμα κ.λπ., καλύπτομαι από τις ιδέες τους, τις απόψεις τους κ.τ.ό.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- συστεγαζόμενος
- συστέγαση
- συστεγασμένος
- συστεγασμός
- → δείτε τις λέξεις στεγάζω και στέγη
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συστεγάζομαι | συστεγαζόμουν(α) | θα συστεγάζομαι | να συστεγάζομαι | ||
β' ενικ. | συστεγάζεσαι | συστεγαζόσουν(α) | θα συστεγάζεσαι | να συστεγάζεσαι | (συστεγάζου) | |
γ' ενικ. | συστεγάζεται | συστεγαζόταν(ε) | θα συστεγάζεται | να συστεγάζεται | ||
α' πληθ. | συστεγαζόμαστε | συστεγαζόμαστε συστεγαζόμασταν |
θα συστεγαζόμαστε | να συστεγαζόμαστε | ||
β' πληθ. | συστεγάζεστε | συστεγαζόσαστε συστεγαζόσασταν |
θα συστεγάζεστε | να συστεγάζεστε | (συστεγάζεστε) | |
γ' πληθ. | συστεγάζονται | συστεγάζονταν συστεγαζόντουσαν |
θα συστεγάζονται | να συστεγάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συστεγάστηκα | θα συστεγαστώ | να συστεγαστώ | συστεγαστεί | ||
β' ενικ. | συστεγάστηκες | θα συστεγαστείς | να συστεγαστείς | συστεγάσου | ||
γ' ενικ. | συστεγάστηκε | θα συστεγαστεί | να συστεγαστεί | |||
α' πληθ. | συστεγαστήκαμε | θα συστεγαστούμε | να συστεγαστούμε | |||
β' πληθ. | συστεγαστήκατε | θα συστεγαστείτε | να συστεγαστείτε | συστεγαστείτε | ||
γ' πληθ. | συστεγάστηκαν συστεγαστήκαν(ε) |
θα συστεγαστούν(ε) | να συστεγαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συστεγαστεί | είχα συστεγαστεί | θα έχω συστεγαστεί | να έχω συστεγαστεί | συστεγασμένος | |
β' ενικ. | έχεις συστεγαστεί | είχες συστεγαστεί | θα έχεις συστεγαστεί | να έχεις συστεγαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει συστεγαστεί | είχε συστεγαστεί | θα έχει συστεγαστεί | να έχει συστεγαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συστεγαστεί | είχαμε συστεγαστεί | θα έχουμε συστεγαστεί | να έχουμε συστεγαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε συστεγαστεί | είχατε συστεγαστεί | θα έχετε συστεγαστεί | να έχετε συστεγαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συστεγαστεί | είχαν συστεγαστεί | θα έχουν συστεγαστεί | να έχουν συστεγαστεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συστεγάζομαι
|
Πηγές
[επεξεργασία]- συστεγάζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συστεγάζομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συστεγάζομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)