συστεγασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συστεγασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συστεγάζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
συστεγασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συστεγάζομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συστεγασμένος
|