σχολαστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
σχολαστικά < σχολαστικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
σχολαστικά
- με επιμονή και προσοχή και στην τελευταία λεπτομέρεια, με σχολαστικότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σχολαστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σχολαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σχολαστικό