σύνθετα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σύνθετα < ουσιαστικοποιημένος πληθ. του επιθέτου σύνθετο ουδέτερο του επιθέτου σύνθετος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σύνθετα ουδέτερο

  • σύνθετα: κατηγορία λέξεων
  • οριστικά σύνθετα, όπου το πρώτο ή δεύτερο συνθετικό προσδιορίζει το άλλο σαν επιθετικός, επιρρηματικός ή ετερόπτωτος προσδιορισμός (π.χ. ακρόπολη: η άκρα πόλη)
  • αντικειμενικά σύνθετα (π.χ. γεωγράφος: ο γράφων τη γη)
  • κτητικά σύνθετα (π.χ. πολύκαρπος : που έχει πολλούς καρπούς)
  • συνδετικά ή παρατακτικά σύνθετα (π.χ. ιατρόμαντις: και γιατρός και μάντις)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

σύνθετα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σύνθετα

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

σύνθετα