σύνθετο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύνθετο τα σύνθετα
      γενική του σύνθετου των σύνθετων
    αιτιατική το σύνθετο τα σύνθετα
     κλητική σύνθετο σύνθετα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύνθετο τα σύνθετα
      γενική του συνθέτου
σύνθετου
των συνθέτων
    αιτιατική το σύνθετο τα σύνθετα
     κλητική σύνθετο σύνθετα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsin.θe.to/

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

σύνθετο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σύνθετος. Εννοείται το ουσιαστικό λέξη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σύνθετο ουδέτερο (συχνά, στον πληθυντικό)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Είδη συνθέτων

Στη σανσκριτική γραμματική (και διεθνείς όροι):

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

σύνθετο < πιθανόν, σημασιολογικό δάνειο[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σύνθετο ουδέτερο

  • έπιπλο για το σαλόνι με πολλές χρήσεις (π.χ. βιβλιοθήκη, χώρος για γυαλικά, μπαρ κ.λπ.)

Ετυμολογία 3[επεξεργασία]

σύνθετο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σύνθετο ουδέτερο

Αναφορές[επεξεργασία]