τεντζερέδια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | τεντζερέδια | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | τα | τεντζερέδια | ||
κλητική | τεντζερέδια | |||
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τεντζερέδια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τέντζερης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τεντζερέδια
|