τετραπληγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετραπληγία θηλυκό
- (ιατρική): πάθηση της άνω μοίρας της σπονδυλικής στήλης, συνηθέστερα από κάκωση, με συνέπεια την παράλυση των άνω και κάτω άκρων (χεριών και ποδιών)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετραπληγία
|