τευτλοκαλλιέργεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τευτλοκαλλιέργεια < τεύτλ(ο) + -ο- + -καλλιέργεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τευτλοκαλλιέργεια θηλυκό
- καλλιέργεια τεύτλων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τευτλοκαλλιέργεια
|