τμηματεκτομή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τμηματεκτομή οι τμηματεκτομές
      γενική της τμηματεκτομής των τμηματεκτομών
    αιτιατική την τμηματεκτομή τις τμηματεκτομές
     κλητική τμηματεκτομή τμηματεκτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τμηματεκτομή < τμηματ(ος) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τμηματεκτομή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]