τραυματιολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τραυματιολογία < τραυματί(ας) + -ο- + -λογία, σπανιότερη μορφή του τραυματολογία με πρώτο συνθετικό τραυματίας αντί τραύμα, τραυματ-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τραυματιολογία θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του τραυματολογία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τραυματιολογία
|
Πηγές
[επεξεργασία]- τραυματιολογία, τραυματολογία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- → και δείτε τη λέξη τραυματολογία