τραυματιολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραυματιολογία οι τραυματιολογίες
      γενική της τραυματιολογίας των τραυματιολογιών
    αιτιατική την τραυματιολογία τις τραυματιολογίες
     κλητική τραυματιολογία τραυματιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τραυματιολογία < τραυματί(ας) + -ο- + -λογία, σπανιότερη μορφή του τραυματολογία με πρώτο συνθετικό τραυματίας αντί τραύμα, τραυματ-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τραυματιολογία θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]