τρελάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρελάρα οι τρελάρες
      γενική της τρελάρας
    αιτιατική την τρελάρα τις τρελάρες
     κλητική τρελάρα τρελάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρελάρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρελάρα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]