τρεμεντίνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρεμεντίνα οι τρεμεντίνες
      γενική της τρεμεντίνας
    αιτιατική την τρεμεντίνα τις τρεμεντίνες
     κλητική τρεμεντίνα τρεμεντίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρεμεντίνα < ιταλική trementina

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρεμεντίνα θηλυκό

  • η ρητίνη των κωνοφόρων δεντρών, το ρετσίνι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]