τριανταφυλλένια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɾi.an.da.fiˈle.ɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐α‐ντα‐φυλ‐λέ‐νια
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
τριανταφυλλένια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του τριανταφυλλένιος
- (ουσιαστικοποιημένο, χαϊδευτική προσφώνηση) κοιμήσου τριανταφυλλένια μου!
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τριανταφυλλένιο, ουδέτερο του τριανταφυλλένιος