τρόλεϊ
(Ανακατεύθυνση από τρόλεϋ)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρόλεϊ ουδέτερο άκλιτο
- ηλεκτροκίνητο λεωφορείο των αστικών συγκοινωνιών που ρευματοδοτείται μέσω δύο κεραιών από εναέρια σύρματα
- Με την τηλεματική οι επιβάτες θα ενημερώνονται για τον ακριβή χρόνο διέλευσης των λεωφορείων και τρόλεϊ σε φωτεινό πίνακα σε κάθε στάση, στο κινητό τους τηλέφωνο ή στον ηλεκτρονικό υπολογιστή τους. (*)
- τραπεζάκι με ρόδες για μεταφορά ποτών ή τροφίμων
- (σκωπτικά, σαρκαστικά) το διαδικτυακό τρολ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- τρόλεϊ στη Βικιπαίδεια
- τρολές