τρολεατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
τρολεατζής < τρόλεϊ + -ατζής < αγγλική trolley (ίσως < troll)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρολεατζής αρσενικό
- (αργκό, επάγγελμα) ο οδηγός τρόλεϊ
- (νεολογισμός) (αργκό) το διαδικτυακό τρολ [1] [2]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οδηγός τρόλεϊ
|
τρολ
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ατζής (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)