τσαγκρουνιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσαγκρουνιά | οι | τσαγκρουνιές |
γενική | της | τσαγκρουνιάς | των | τσαγκρουνιών |
αιτιατική | την | τσαγκρουνιά | τις | τσαγκρουνιές |
κλητική | τσαγκρουνιά | τσαγκρουνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσαγκρουνιά < τσαγκρουνάω + -ιά[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσαγκρουνιά θηλυκό
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του γρατσουνιά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσαγκρουνιά
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τσαγκρουνιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)