τσαγκρουνιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τσουγκρανιά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσαγκρουνιά οι τσαγκρουνιές
      γενική της τσαγκρουνιάς των τσαγκρουνιών
    αιτιατική την τσαγκρουνιά τις τσαγκρουνιές
     κλητική τσαγκρουνιά τσαγκρουνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσαγκρουνιά < τσαγκρουνάω + -ιά[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσαγκρουνιά θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]