τσαρλατάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσαρλατάνα | οι | τσαρλατάνες |
γενική | της | τσαρλατάνας | — | |
αιτιατική | την | τσαρλατάνα | τις | τσαρλατάνες |
κλητική | τσαρλατάνα | τσαρλατάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσαρλατάνα < τσαρλατάνος + κατάληξη θηλυκού -α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσαρλατάνα θηλυκό
- θηλυκό του τσαρλατάνος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσαρλατάνα
|