υδρομέτρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υδρομέτρηση | οι | υδρομετρήσεις |
γενική | της | υδρομέτρησης | των | υδρομετρήσεων |
αιτιατική | την | υδρομέτρηση | τις | υδρομετρήσεις |
κλητική | υδρομέτρηση | υδρομετρήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υδρομέτρηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υδρομέτρηση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδρομέτρηση
|