υπερέσοδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | υπερέσοδα | ||
γενική | των | υπερεσόδων | ||
αιτιατική | τα | υπερέσοδα | ||
κλητική | υπερέσοδα | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερέσοδα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (νεολογισμός) τα υπερβολικά έσοδα (συνήθως σε μικρό χρονικό διάστημα)
- ※ Μέχρι την Πέμπτη αναμένεται να δημοσιοποιηθούν τα συμπεράσματα της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας αναφορικά με τα υπερέσοδα των εταιρειών ηλεκτρικού ρεύματος. (www.ertnews.gr, 09.05.2022)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερέσοδα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπερ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)