υπερέσοδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα υπερέσοδα
      γενική των υπερεσόδων
    αιτιατική τα υπερέσοδα
     κλητική υπερέσοδα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερέσοδα < υπερ- + έσοδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπερέσοδα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]