υπερκεράτωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερκεράτωση οι υπερκερατώσεις
      γενική της υπερκεράτωσης* των υπερκερατώσεων
    αιτιατική την υπερκεράτωση τις υπερκερατώσεις
     κλητική υπερκεράτωση υπερκερατώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερκερατώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερκεράτωση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπερκεράτωση θηλυκό

  • (ιατρική) πάχυνση της κεράτινης στοιβάδας του δέρματος λόγω υπερβολικής παραγωγής κερατίνης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]