υποτύπωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αποτύπωση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποτύπωση οι υποτυπώσεις
      γενική της υποτύπωσης* των υποτυπώσεων
    αιτιατική την υποτύπωση τις υποτυπώσεις
     κλητική υποτύπωση υποτυπώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποτυπώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποτύπωση < (ελληνιστική κοινήὑποτύπωσις • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υποτύπωση θηλυκό

  1. η αποτύπωση με λόγο κάποιων πραγμάτων ή καταστάσεων
  2. (τοπογραφία) αποτύπωση του εδάφους σύμφωνα με ορισμένη κλίμακα
    άλλες μορφές: αποτύπωση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]