φαμοτιδίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαμοτιδίνη < λατινική famotidine κατά ΔΚΟ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαμοτιδίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική) φάρμακο επί παθήσεων του πεπτικού συστήματος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαμοτιδίνη
|