φιλιστόκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλιστόκα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλιστόκα θηλυκό
- (κεφαλονίτικο ιδίωμα)
- έγγραφο μεγάλου μεγέθους
- (μεταφορικά) μεγάλος λογαριασμός, «λυπητερή»
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλιστόκα
|