φιλολογίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλολογίνα (νεολογισμός) < φιλόλογ(ος) + -ίνα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλολογίνα θηλυκό
- (προφορικό, οικείο, μειωτικό, σκωπτικό) η φιλόλογος
- ※ Συναδέλφισσα, λέει μια μέρα μια ζωηρή φιλολογίνα, η Νίνα Α., σε μια δραστήρια συνάδελφό της. (*)
- ※ Έτσι, ενώ λέμε πλέον η γιατρίνα, η δικαστίνα, η βουλευτίνα, η στρατιωτίνα, ακόμα δεν έχουν ωριμάσει γλωσσικά η φιλολογίνα, η υπαλληλίνα, η πιλοτίνα και πάρα πολλά άλλα. Θα χρειαστεί ακόμα χρόνος για να καταλήξει η γλωσσική ζύμωση σε μία από τις μορφές: η συγγραφέας, η συγγράφισσα (πρόταση Κριαρά), η συγγραφέας, η συγγραφίνα. Προς το παρόν, τα τρία τελευταία μάς φαίνονται αστεία ή γλωσσικοί βαρβαρισμοί. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλολογίνα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- φιλολογίνα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίνα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σκωπτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)