φιλοτεχνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλοτεχνία < αρχαία ελληνική φιλοτεχνία < φιλότεχνος + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλοτεχνία θηλυκό
- η αγάπη για τις καλές τέχνες (π.χ. ζωγραφική)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλοτεχνία
|