φλασιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φλασιά οι φλασιές
      γενική της φλασιάς των φλασιών
    αιτιατική τη φλασιά τις φλασιές
     κλητική φλασιά φλασιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φλασιά < φλας + -ιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φλασιά θηλυκό

  1. στιγμιαία φωτεινή αναλαμπή
  2. στιγμιαία έμπνευση, στιγμιαία αναλαμπή
    Εκεί που καθόμουνα έφαγα μια φλασιά και θυμήθηκα ότι...

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]