φριτούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φριτούρα οι φριτούρες
      γενική της φριτούρας
    αιτιατική τη φριτούρα τις φριτούρες
     κλητική φριτούρα φριτούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φριτούρα < ιταλική frittura

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φριτούρα θηλυκό

  1. τηγάνισμα σε καυτό λάδι, ή λίπος
  2. μείγμα λαδιού και λίπους για τηγάνισμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]