φτωχοφαμελίτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φτωχοφαμελίτισσα < φτωχοφαμελίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φτωχοφαμελίτισσα θηλυκό
- μητέρα που έχει μια φτωχοφαμελιά, θηλυκό του φτωχοφαμελίτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φτωχοφαμελίτισσα
|