φυτοφαγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυτοφαγία | οι | φυτοφαγίες |
γενική | της | φυτοφαγίας | των | φυτοφαγιών |
αιτιατική | τη | φυτοφαγία | τις | φυτοφαγίες |
κλητική | φυτοφαγία | φυτοφαγίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυτοφαγία < φυτο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυτοφαγία θηλυκό
- η διατροφή ζώου που δεν είναι σαρκοφάγο
- η διατροφή ανθρώπου μόνον με φυτικά τρόφιμα, η χορτοφαγία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυτοφαγία