φόντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φόντα < πληθυντικός αριθμός του φόντο < ιταλική fondo (χρηματοδότηση, υπόβαθρο, φόντο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φόντα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα προσόντα, οι προϋποθέσεις
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
φόντα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φόντο