φύλακα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φυλάκα, φλύακα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈfi.la.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φύ‐λα‐κα
τονικό παρώνυμο: φυλάκα

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

φύλακα αρσενικό ή θηλυκό



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

φύλακα αρσενικό ή θηλυκό

  1. αιτιατική ενικού του φύλαξ ※  → δείτε και παράθεμα 
  2. αιτιατική ενικού του φύλακας



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

φύλακα αρσενικό ή θηλυκό