χάρτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χάρτα οι χάρτες
      γενική της χάρτας των χαρτών
    αιτιατική τη χάρτα τις χάρτες
     κλητική χάρτα χάρτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χάρτα < αρχαία ελληνική χάρτης αλλά με την επίδραση του λατινικού charta

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χάρτα θηλυκό

  1. ο χάρτης
    Η χάρτα του Ρήγα Βελεστινλή για την Ελλάδα
  2. μια σημαντική διακήρυξη
    η Magna Charta, η Μεγάλη Χάρτα του 1215, ένα σπουδαίο βήμα για τα ανθρώπινα δικαιώματα την εποχή εκεινη
    η χάρτα του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]