χαμαλιάτικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα χαμαλιάτικα
      γενική των χαμαλιάτικων
    αιτιατική τα χαμαλιάτικα
     κλητική χαμαλιάτικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαμαλιάτικα < χαμάλ(ης) + -ιάτικα, πληθυντικός του -ιάτικος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xa.maˈʎa.ti.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐μα‐λιά‐τι‐κα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαμαλιάτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.