χρονορρύθμιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρονορρύθμιση οι χρονορρυθμίσεις
      γενική της χρονορρύθμισης* των χρονορρυθμίσεων
    αιτιατική τη χρονορρύθμιση τις χρονορρυθμίσεις
     κλητική χρονορρύθμιση χρονορρυθμίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χρονορρυθμίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρονορρύθμιση < χρόνος και ρύθμιση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρονορρύθμιση θηλυκό

  1. ωρολογιακός μηχανισμός που ρυθμίζει τη χρονική διάρκεια λειτουργίας μιας συσκευής
    Η συσκευή διαθέτει χρονορρύθμιση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]