χρωστούμενα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | χρωστούμενα | ||
γενική | των | χρωστούμενων & χρωστουμένων | ||
αιτιατική | τα | χρωστούμενα | ||
κλητική | χρωστούμενα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρωστούμενα < ουδέτερο του χρωστούμενος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρωστούμενα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρωστούμενα
|