ψευδομεταβλητή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψευδομεταβλητή θηλυκό
- συστημικός θόρυβος που εσφαλμένα θεωρήθηκε μεταβλητή
- σταθερά που εσφαλμένα θεωρήθηκε μεταβλητή
- ανύπαρκτη μεταβλητή που την επικαλείται κάποια θεωρία είτε ως απλοποίηση του πραγματικού φαινομένου που περιγράφει ή συχνά λόγω της αδυναμίας της
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψευδομεταβλητή