ψωμοφαγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψωμοφαγία οι ψωμοφαγίες
      γενική της ψωμοφαγίας των ψωμοφαγιών
    αιτιατική την ψωμοφαγία τις ψωμοφαγίες
     κλητική ψωμοφαγία ψωμοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψωμοφαγία < ψωμο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψωμοφαγία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • το να τρώει κανείς πάρα πολύ ψωμί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]