όρους

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

όρους αρσενικό

  1. αιτιατική πληθυντικού του όρος
    θα συζητήσουμε τους όρους του συμβολαίου

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

όρους ουδέτερο

  1. γενική ενικού του όρος
    η κορυφή του όρους Όλυμπος