ὄμφακές εἰσιν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὄμφακές εἰσιν < ὄμφακες, ονομαστική πληθυντικού του ὄμφαξ & εἰσιν, γ' πληθυντικού ενεστώτας του ρήματος εἰμί. Προέρχεται η έκφραση αυτή από δύο μύθους του Αισώπουδείτε την έκφραση: στα νέα ελληνικά όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια[1]

Έκφραση[επεξεργασία]

ὄμφακές εἰσιν

  1. είναι αγουρίδες! (για κάτι που προσποιείται κανείς ότι δεν το θέλει ενώ στην πραγματικότητα δεν μπορεί να το αποκτήσει ή να το πραγματοποιήσει)
    ※  6ος↑ αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, Ἀλώπηξ καὶ βότρυς, 15a
    ἀλώπηξ λιμώττουσα ὡς ἐθεάσατο ἀπό τινος ἀναδενδράδος βότρυας κρεμαμένους, ἠβουλήθη αὐτῶν περιγενέσθαι καὶ οὐκ ἠδύνατο. ἀπαλλαττομένη δὲ πρὸς ἑαυτὴν εἶπεν· «ὄμφακές εἰσιν».
    Ήταν μια αλεπού που πέθαινε της πείνας, όταν ξάφνου αντίκρισε ένα τσαμπί σταφύλια να κρέμεται από κάποια κληματαριά. Πάσχισε τότε να τα βάλει στο χέρι, αλλά δεν τα κατάφερε. Τί να κάνει, λοιπόν; Σηκώθηκε να φύγει, και μουρμούριζε μονάχη της: «Άι σιχτίρ, αγουρίδες είναι!».
    Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr. Απόσπασμα από το μύθο: Η αλεπού και τα σταφύλια.
  2. στην κυριολεξία της η έκφραση: άγουρα σταφύλια
    → δείτε παράθεμα από την Οδύσσεια στο θειλόπεδον

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές[επεξεργασία]