ῥάκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ράκος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ῥάκος < θωρείτο πιθανόν (αλλά όχι πια) να συγγενεύει με το ῥήγνυμι, ρίζα Fραγ-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ῥάκος, -εος/-ους ουδέτερο (γενική: τοῦ ράκεος, πληθ.: ῥάκεα και ῥάκη)

  1. κουρελιασμένο ρούχο, ύφασμα
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 178 (στίχοι 178-179)
    ἄστυ δέ μοι δεῖξον, δὸς δὲ ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι, | εἴ τί που εἴλυμα σπείρων ἔχες ἐνθάδ᾽ ἰοῦσα.
    Και σου ζητώ την πόλη να μου δείξεις, κι ένα κουρέλι να σκεπαστώ, | αν έχεις φέρει εδώ μαζί σου κάποιο πανί, να με τυλίξει.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 1079 (1079-1080)
    καὶ μὴν τάδ᾽ ἀμφίβληστρα σώματος ῥάκη | ξυμμάρτυρές σοι ναυτικῶν ἐρειπίων.
    Και τα κουρέλια που ᾽χω φορεσιά μου | για το ναυάγιο θα μιλούν καθάρια.
    Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  2. κουρέλι
  3. ταινία, λωρίδα
  4. κομμάτι σώματος, λωρίδα σάρκας
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 1023 (1021-1023)
    Διὸς δέ σοι | πτηνὸς κύων, δαφοινὸς αἰετός, λάβρως | διαρταμήσει σώματος μέγα ῥάκος,
    μα ο φτερωτός του Δία ο σκύλος | με στόμα λαίμαργο, ο αητός, στο αίμα βαμμένο | τρανά ξεσκλίδια το κορμί θα σου λιανίσει,
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
  5. ξαντό
  6. (μεταφορικά) λείψανο, υπόλοιπο, υπόλειμμα, κάτι κατεστραμμένο
    ※  4oς πκε αιώνας Αριστοτέλης, Ρητορική, 3.1413a
    ἔστιν γὰρ εἰκάσαι τὴν ἀσπίδα φιάλῃ Ἄρεως καὶ τὸ ἐρείπιον ῥάκει οἰκίας,
    Μπορεί, πράγματι, να παρομοιάσει κανείς την ασπίδα με την κούπα του Άρη και το ερείπιο με «κουρέλι» σπιτιού·
    Μετάφραση (2004), Δημήτριος Λυπουρλής @greek‑language.gr
    ※  3ος/2ος πκε αιώνας Παλαιά Διαθήκη,Εσθήρ , 4.27a, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
    βδελύσσομαι αὐτὸ ὡς ῥάκος καταμηνίων, καὶ οὐ φορῶ αὐτὸ ἐν ἡμέραις ἡσυχίας μου.
  7. γδαρμένο κομμάτι από δέρμα ζωντανού πλάσματος
    Διὸς δέ τοί πτηνὸς κύων, δαφοινὸς αἰετός, λάβρως διαρταμήσει σώματος μέγα ῥάκος
  8. (στον πληθ.) ρυτίδες προσώπου
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 1065 (1064-1065)
    εἰ δ᾽ ἐκπλυνεῖται τοῦτο τὸ ψιμύθιον, | ὄψει κατάδηλα τοῦ προσώπου τὰ ῥάκη.
    Μ᾽ αν πλυθεί και της φύγει το φκιασίδι, | θα φανούν του προσώπου της τα ράκη.
    Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]