-εῖον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -εῖον < αρχικά από την κατάληξη επιθέτων -εῖος, που δημιουργήθηκε από συνδυασμό θεματικού φωνήεντος «ε» και -ιον, συνήθως από θέματα σε -εύς (αρχικά *-εϝ-, εξ ου τα διαλυτικά στον ιωνικό τύπο)
Επίθημα[επεξεργασία]
-εῖον
- παραγωγική κατάληξη ουσιαστικών που δηλώνουν:
- αντικείμενο ή εργαλείο, όργανο διά του οποίου γίνεται κάποια δράση
- τόπο, λ.χ. εργαστήριο
- ποιέω > ποιεῖον (τόπος στο οποίο κατασκευάζεται κάτι, εργαστήριο)
- ἡνία + ποιεῖον > ἡνιοποιεῖον (εργαστήριο κατασκευής χαλιναριών)