-σκοπώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -σκοπώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -σκοπῶ < σκοπῶ συνηρημένος τύπος του σκοπέω
- για νεότερους όρους, επιστημονικούς όρους < συχνά αναδρομικός σχηματισμός από ουσιαστικά σε -σκόπηση, -σκόπιο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /skoˈpo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -σκο‐πώ
Επίθημα[επεξεργασία]
-σκοπώ, -είς, -εί..., αόρ.: -σκόπησα, παθ.φωνή: -σκοπούμαι, π.αόρ.: -σκοπήθηκα, μτχ.π.π.: -σκοπημένος
- δεύτερο συνθετικό ρημάτων που δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -σκοπώ στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε -σκοπώ, λήγουν σε -σκοπούμαιλήγουν σε -σκοπημένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
- Τα ρήματα -σκοπώ κλίνονται όπως το «ασκώ»
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
-σκοπώ
|
Πηγές[επεξεργασία]
- -σκοπώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- -σκοπώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)