Hatzioannou
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Διαγλωσσικοί όροι[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Hatzioannou < (μεταγραφή) νέα ελληνική Χατζιωάννου (Chatzioannou)
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Hatzioannou
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο), άλλη μορφή του Chatzioannou
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
Hatzioannou | Hatzioannous |
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Hatzioannou αρσενικό ή θηλυκό
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο) προέλευσης από τη νέα ελληνική