Person

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: person

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɛʁˈzoːn/
 
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Per‐son

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Person (de) θηλυκό



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Person < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Person αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Person < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Person αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [2]