acquaintance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
acquaintance acquaintances

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

acquaintance (en)

  1. (μετρήσιμο) η γνωριμία, ο γνωστός, κάποιος με τον οποίο έχουμε κοινωνική επαφή αλλά δεν είναι στενός φίλος
    an old acquaintance - μια παλιά γνωριμία
    I have a lot of acquaintances.
    Έχω πολλές γνωριμίες.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο) η γνωριμία, ο δεσμός, η κατάσταση της γνωριμίας
    I make someone’s acquaintance.
    Κάνω τη γνωριμία κάποιου.
    I know him but I don’t have close acquaintance with him.
    Τον ξέρω αλλά δεν έχω δεσμός μαζί του.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο) η εξοικείωση με γνωστικό αντικείμενο, γνώση, δεν χρησιμοποιείται για βαθιά γνώση
    I have some acquaintance with French music.
    Έχω κάποια εξοικείωση με τη γαλλική μουσική.
     συνώνυμα: familiarity

Πηγές[επεξεργασία]