adamique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
adamique | adamiques |
Επίθετο[επεξεργασία]
adamique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με τον Αδάμ
- (παρωχημένο) χαρακτηριστικός του αποθέματος που παραμένει όταν αποσύρονται τα νερά της θάλασσας κατά την άμπωτη